- κέρθιος
- κέρθιος, ὁ, a little bird, perh.A tree-creeper, Certhia familiaris, Arist. HA616b28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέρθιος — tree creeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερθιίδες — (certhiidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών, η οποία περιλαμβάνει μικρά πουλιά με λεπτό και καμπυλωτό ράμφος, μακριά δάχτυλα και νύχια σαν αγκίστρια. Η ουρά τους είναι μονίμως τεντωμένη και πολλές φορές χρησιμεύει ως στήριγμα. Οι κ. ζουν σε… … Dictionary of Greek
картавый — из *кортавый (*kъrtavъ), ср. болr. крътѣние γρυλλισμός grunnitus , словен. zakrtiti строго приказать, поручать , польск. karcic порицать, наказывать , kartac – то же (откуда и укр. картати порицать ); см. Бернекер 1, 670; Брюкнер 220; Мi. ЕW 157 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера